- αναγιγνώσκω
- και αναγινώσκω (Α ἀναγιγνώσκω και ἀναγινώσκω)διαβάζωαρχ.-μσν.φοιτώ, σπουδάζω, είμαι μαθητήςαρχ.1. γνωρίζω καλά, με βεβαιότητα2. αναγνωρίζω3. παραδέχομαι, ομολογώ ότι κάτι είναι δικό μου4. πείθω κάποιον να κάνει κάτι5. (η παθ. μτχ. πρκ. στη φρ.) «τα βιβλία τα ανεγνωσμένα», αυτά που έχουν διαβαστεί, δηλ. τα δημοσιευμένα (αντίθ. τού ανέκδοτα).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + γιγνώσκω.ΠΑΡ. ανάγνωση (-ις), ανάγνωσμα, αναγνώστης νεοελλ. αναγνώσιμος].
Dictionary of Greek. 2013.